- αρατικός
- η , ό[ν] проклинающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρατικός — ἀρατικός, ή, όν (Α) [αρατός] ο σχετικός με ευχή ή με κατάρα … Dictionary of Greek
ἀρατικά — ἀρατικός of neut nom/voc/acc pl ἀρατικά̱ , ἀρατικός of fem nom/voc/acc dual ἀρατικά̱ , ἀρατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρατικόν — ἀρατικός of masc acc sg ἀρατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρατικῶς — ἀρατικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)